- στεγνωτήρι
- [стэгнотитри] ουσ. о. сушилка.
Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь). 2014.
Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь). 2014.
στεγνωτήρι(ο) — το, Ν 1. συσκευή με την οποία επιτυγχάνεται στέγνωμα 2. τμήμα εργοστασίου ή εργαστήριο για το στέγνωμα νημάτων, υφασμάτων ή ενδυμάτων 3. ξύλινη σχάρα ή ύφασμα για την ξήρανση τών σταφυλιών. [ΕΤΥΜΟΛ. < στεγνωτήρας. Η λ., στον πληθ. στεγνωτήρια … Dictionary of Greek
ξηραντήρας — ξηραντήρας, ο και ξηραντήριο, το συσκευή ή εγκατάσταση όπου ξεραίνονται, στεγνώνουν διάφορες ουσίες, αλλ. στεγνωτήρας ή στεγνωτήρι … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)